συγκαταχωρίζω

συγκαταχωρίζω
Α [καταχωρίζω]
1. μεταχειρίζομαι κάτι σαν να είναι το ίδιο με κάτι άλλο
2. καταχωρίζω ένα έγγραφο μαζί με άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”